Βρέθηκε το λήμμα
τσιατλάριμ - πατλάριμ

Ετυμολογία: τουρκ. çatlarım - patlarım = ραγίζω - σκάω

  • Φρ.: μη του κάν'ς γιακί για τσιατλάριμ για πατλάριμ = μη συνεχίσεις. Είναι η τελευταία προειδοποίηση. Μετά θα έχεις συνέπειες