τσουμάκ' (του)
  • Χοντρή βέργα. βλ. και λ. «τσιλίκ' -τσιμάκ'»

τσουμπάνενα (η)
  1. Η γυναίκα του βοσκού

  2. Είδος γλυκού φαγώσιμου χόρτου

τσουρβάς (η)

Ετυμολογία: τουρκ. çorba

  • Η σούπα

τσουρούκ'κους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çürük

  • Σάπιος, φθαρμένος, δεύτερης ποιότητας

τσουρούκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çürük

  • Κακός μάστορας, κακοτεχνίτης

τσουρούν' (του)
  • το μέρος του κουπιού από τη μέση και πάνω, δηλ. από το σκαρμό μέχρι τη λαβή του κουπιού από τον κωπηλάτη

τσοχαντάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Αυλικός αξιωματικός σουλτάνου

τσπί (του)
  • Τετράγωνο σακί, με καπάκι σαν φάκελος, από τρίχα κατσίκας για την έκθλιψη πολτού ελαιών

τυρόσκαμνο (το)
  • Σκαμνί όπου τοποθετούσαν τα τυριά για να στραγγίξουν

τύφλις - μούτζις
  • Χάλια

    • - Έν είχα φέτους 'λιές

    • τύφλις - μούτζις τσι γοι δ'λειές
τυφλό δίχτ' (του)
  • Δίχτυ ψιλό με «μάτι» μέχρι 20 χιλιοστά

τφατσιμένους (ι)
  • Χαζούλης

τφέτς (του) Βλέπε: