Χοντρή βέργα. βλ. και λ. «τσιλίκ' -τσιμάκ'»
Η γυναίκα του βοσκού
Είδος γλυκού φαγώσιμου χόρτου
Ετυμολογία: τουρκ. çorba
Η σούπα
Ετυμολογία: τουρκ. çürük
Σάπιος, φθαρμένος, δεύτερης ποιότητας
Κακός μάστορας, κακοτεχνίτης
το μέρος του κουπιού από τη μέση και πάνω, δηλ. από το σκαρμό μέχρι τη λαβή του κουπιού από τον κωπηλάτη
Ετυμολογία: τουρκ.
Αυλικός αξιωματικός σουλτάνου
Τετράγωνο σακί, με καπάκι σαν φάκελος, από τρίχα κατσίκας για την έκθλιψη πολτού ελαιών
Σκαμνί όπου τοποθετούσαν τα τυριά για να στραγγίξουν
Χάλια
Δίχτυ ψιλό με «μάτι» μέχρι 20 χιλιοστά
Χαζούλης
τ'φέτς