Βρέθηκε το λήμμα
τσατίζου

Ετυμολογία: τουρκ. çatmak = συγκρούομαι

  • Συναντώ, ανταμώνω

    • -Τουν τσάτ'σα μες του καφινέ τ' Μιλιήμ!