Βρέθηκε το λήμμα
τσιαρές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çare

  • Τρόπος, λύση

    • -Γίνιτι τσιαρές = Είναι κάτι που διορθώνεται, που μπορεί να φτιαχτεί.

    • -Έχ'ς κανέ τσιαρέ να του μπαλώσουμι, να μη του πιτάξου;