τ' (αντων.)
  • του

    • -Η μάνα τ'
τ' σλιού του κ'τάβ'
  • Του σκύλου το κουτάβι. Χρησιμοποιείται ως έκφραση για να δείξουμε κάποιες χαρακτηριστικές ιδιότητες ή συμπεριφορές ενός ατόμου

    • -Βρη τ' σλιού του κ'τάβ' διξιάδα! (θαυμασμός για τις ικανότητες του)
τ'λιγάδ' (του)
  • Ξύλινο μακρόστενο ραβδί πάνω στο οποίο τύλιγαν σε θηλιά το νήμα που θα χρησιμοποιούσαν στον αργαλειό (τυλιγάδι)

Επίσης:
τ'λίγου
  • Τυλίγω

τ'λόγς
  • Εσύ ο ίδιος, σε ό,τι σε αφορά (π.χ. ποια γνώμη έχεις;)

    • -Τ'λόγς ντα λες;
τ'Ξτού
  • Του Χριστού (πανηγύρι που γίνεται στο χωριό στις 6 Αυγούστου κάθε χρόνο)

τ'φατσεύγου
  • Τυφεκίζω, σκοτώνω με ντουφέκι

τ'φέτς (του)
  • Τουφέκι

Επίσης:
τα πίσου μπρός
  1. Ανάποδα

  2. μτφ. υποδηλώνει άμεση επιστροφή

    • -Πήγι σκ' Μυτιλήν' τσι γύρσι τα πίσου μπρός
ταβ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Έτοιμο χωράφι για ζευγάρισμα και σπορά

    • -Πα στου τάβι τ' είνι του χουράφ'
Επίσης:
ταβανόγατα (ι)
  • μτφ. εκείνος που μπορεί να σκαρφαλώσει παντού (σαν τη γάτα).

ταβατούρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Θόρυβος, φασαρία, σύγχυση

τάβλα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • μτφ. Στάβλος

    • -Πήγα, ξιφόρτουσα του γάιδαρου, τσι τουν πήγα σκη τάβλα
Επίσης:
ταβλαντζμένου χουράφ'
  • Χωράφι έτοιμο για ζευγάρισμα

ταβλίδκου χουράφ Βλέπε:
ταγαριάζου
  • Ντερλικώνω, τρώω λαίμαργα μεγάλη ποσότητα φαγητού

ταγίζου
  • Ταΐζω

    • -Ταγίζου τα ζα
ταγίν' (του)

Ετυμολογία: ελλ. ταγή

  • Η ταγή, το καθορισμένο σιτηρέσιο που δίνεται στα υποζύγια ή σε άλλα οικόσιτα ζώα

τάγκα
  • Τ ίγκα (εντελώς γεμάτο)

ταγκίζου

Ετυμολογία: μσν. ταγγίζω

  • Η λ. κυριολεκτείται στο λάδι που, όταν αλλοιωθεί, παίρνει μια δυσάρεστη οσμή

    • -Τάγκουσι του λάδ' τσ' ε τρώγιτι
ταγκό λάδ' (του)

Ετυμολογία: μτγν. ταγγό

  • Λάδι που αλλοιώθηκε και έχει μια δυσάρεστη οσμή και γεύση

ταζέδ'κου (του)

Ετυμολογία: τουρκ. taze

  • Το φρέσκο

    • -Είνι ταζέδ'κου του ψουμί;

    • -Σ'μιρνό είνι!
τάι (του)
  • Το πουλάρι

ταΐνι (του)
  • Κουραμάνα

ταϊφάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. taife = οικογένεια, φυλή, σωματείο

  • Ομάδα ατόμων για το μάζεμα των ελιών, συντροφιά, παρέα

τακάτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Το κουράγιο, η δύναμη

    • -Κουράσκα πουλύ. Έν είχα τακάτ να σ'κώσου ούτι του κ'μάρ' να πιώ νιρό.
τακατάκ (του)
  • Παιδικό παιχνίδι

τακατούκα (ι)
  • Ξύλινη κατασκευή σε σχήμα κουλέθρας (βλ. λέξη) για τη συλλογή και ρίψη σκουπιδιών. Ο πάτος της τακατούκας άνοιγε για το άδειασμά της στο χώρο του σκουπιδότοπου. Μεταφέρονταν με γαϊδουράκι και φορτώνονταν στις δύο πλευρές του ζώου.

τακίμια (τα)

Ετυμολογία: τουρκ. takim = ομάδα, πλήθος

  1. Άθροισμα όμοιων πραγμάτων (εργαλείων, σκευών για τον ίδιο σκοπό)

  2. Στολίδια αλόγου (π.χ. καπίστρ', καπλουδέκ'ς, πστιά, μισιά, σαμάρ' χαϊμαλί, κιτσές, κ.τ.λ.

    • -Του ζο τσλιέτι χάμ τσι καν' ούλα τα τακίμια τ' χάλια!
τακιμιάζου

Ετυμολογία: τουρκ. takım = ομάδα ανθρώπων που εργάζονται μαζί

  • Φιλιώνω, ενσωματώνομαι σε κάποια παρέα, συγχρωτίζομαι

τάκους (ι)

Ετυμολογία: βενετ.

  1. Ο ρόζος

  2. Τμήμα κορμού δένδρου πάνω στο οποίο ο κρεοπώλης κόβει το κρέας

ταλαμουρχίζουμι
  • Ανακατεύομαι, έχω στομαχικές διαταραχές

    • -Ε, μπάρμπα Βασίλ' ταλαμουρχίζουμι, μιτό α ποίσου.

    • -Ποίσι μουρό μ', ποίσι!
Επίσης:
τάλαρο (του)
  • Ξύλινο δοχείο για διαχωρισμό του βουτύρου από το γάλα.

ταλίμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. talim = στρατ. γυμνάσια

  1. Διδασκαλία, μάθημα

  2. μτφ. η τιμωρία, ο ξυλοδαρμός

    • -Ας κάνου ένα ταλίμ = θα φας ξύλο
ταμ τακίρ
  • Ερημιά

    • -Ήβγα όξου τσ' ι Πλάτανους (= η πλατεία του χωριού) ήντου ταμ τακίρ
ταμάμ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. tamam = πλήρως, πλήρης, σωστό, αυτό που έχει ολοκληρωθεί, ναι, εντάξει, γίνεται

  • Εντάξει, ό,τι πρέπει

ταμάχ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. tamah = απληστία, πλεονεξία, λαιμαργία

  • μτφ. τάση για εκδίκηση

    • -Ταμάχ' τουν έχου!
ταμαχιάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. tamahkâr

  • Πλεονέκτης, άπληστος

ταμαχκιαρλίκ' (του)
  • Πλεονεξία

ταμίρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Επιδιόρθωση, επισκευή

ταμπακάς (ι)
  • Ράφι σε ντουλάπι

ταμπάν γιάρ

Ετυμολογία: τουρκ. taban yer = επίπεδο έδαφος

Βλέπε:
ταμπάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. taban = επίπεδο

  • Επίπεδο-ίσιο έδαφος (βλ. και λ. «νταμπάνα»)

    • -Ταμπάν' χουράφ'
ταμπανουβιλόνα (η)
  • Ταβανόπροκα

ταμπλάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. damla = συγκοπή, παράλυση

Βλέπε:
τανάστσιλα (επίρρ.)
  • Ύπτια (ξαπλωμένος με την πλάτη στη γης)

ταπουλιώρας
  • Πριν από λίγο, μόλις

τάραμα (του)
  • Είδος φαγητού ταψιού, χωρίς φύλλο (υλικά: αλεύρι, τυρί φέτα, λίγη σόδα, λάδι, δυόσμο)

ταραμπούκα (η)
  • Μουσικό όργανο (τουμπελέκι)