Βρέθηκε το λήμμα
τσατάλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. çatal = διχαλωτό ξύλο

  1. Διχαλωτό ξύλο-ραβδί από το ένα άκρο-που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετακίνηση χόρτου

  2. Τρόπος να καβαλάς ένα ζώο (βλ. και λ. «τσιατάλια»)