Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. çatal = διχαλωτό ξύλο
Διχαλωτό ξύλο-ραβδί από το ένα άκρο-που χρησιμοποιείται κυρίως για τη μετακίνηση χόρτου
Τρόπος να καβαλάς ένα ζώο (βλ. και λ. «τσιατάλια»)