Βρέθηκε το λήμμα
τσιατάλια (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. çatal = διχαλωτός πάσσαλος

  • Καβάλα σε ζώο με τα πόδια ανοιχτά

    • -Καβαλίτσιβγα τσιατάλια, πανουσάμαρα τσι γιουρούντζα για του κάμπου