τσ'άτ' (του)
  • Για περιοχή μέσης

    • -Ε μπουρώ καθιόλ', τα τσ'άτια μ' πουνούσ'
τσ'βάλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τσουβάλι, σάκος από καννάβι ή άλλη ύλη

    • Φρ: Αδειανό τσ'βάλ' ε στέτσ' ουλόρθου = ο πεινασμένος άνθρωπος δεν έχει δυνάμεις

    • Φρ: του λαγό τουν είχις μέσ' του τσ'βάλ'. Ντα ήθελις να δεις τι μάκια έχ';
τσ'βάλια τσ' Καλκούτας (τα)
  • Μεγάλα τσουβάλια

τσ'δών' (του)
  1. Κυδώνι (καρπός του δένδρου της κυδωνιάς)

  2. Δίθυρο μαλάκιο της θάλασσας γνωστό ως αχηβάδα

τσ'κάλ' (του)
  • Χύτρα, κατσαρόλα φαγητού, δοχείο νυκτός

τσ'λαρώνου
  • Τρώω πολύ, γεμίζω την κοιλιά μου

τσ'λιά (η)
  • Κοιλιά

    • Φρ: Ψέματα μαγειρεύγ'ς η τσ'λιά σ' του βρίσκ'

    • Φρ: Μη λες όκ' ανιβάζ' η τσ'λιά σ' = ό,τι σου κατέβει
Επίσης:
τσ'λιακό (του)
  • Η διάρροια

    • -Τσ'λιακό τουν έπιασι! = έχει διάρροια!
τσ'λιέμι
  1. Κυλιέμαι, περιστρέφομαι σαν κύλινδρος (με παχιά προφορά του τσ)

  2. Έχω διάρροια (με λεπτή προφορά του τσ)

    • -Τσ'λίσκα - τσ'λίστσι
τσ'λίστρις (οι)
  • Χωράφια κατηφορικά και φτωχά σε χώμα. Σε τέτοια μέρη συνηθίζουν να κυλιούνται τα ζώα για να αποβάλουν τα ζωύφια από το σώμα τους

Επίσης:
τσ'λόπουνους (ι)
  • Πόνος στην κοιλιά

τσ'λόρφανους (ι)
  • Κοιλόρφανος (αυτός που έμεινε ορφανός από πατέρα όταν ακόμα ήταν στην κοιλιά της μητέρας του)

τσ'λούφ (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τούφα-θύσανος μαλλιών κεφαλής

    • -Γλήγουρα σήκου μη σ'βγάλου τα τσ'λούφια σ'
τσ'λώ
  • Κυλώ

τσ'μίζου
  • Κοιμίζω

    • -Άμι να τσ'μίγς του μουρό τσι νύσταξι!
τσ'μούμι ή τσ'μάμι
  • Κοιμάμαι

    • -Τσμίστσι πα στου γάιδαρου!

    • -Τσ'μάτι ουλόρθους! = κοιμάται όρθιος
τσ'μπίδ' (του)
  • Το κοτσάνι

τσ'νηγ'τό (του)
  • Κυνηγητό, τρέξιμο

τσ'νηγώ
  • Κυνηγώ

    • -Πήρι ένα ράβδου τσι κη τσ'νήγσι!
τσ'νόστουμου (του)
  • Το διάστημα που αφήνει το άνοιγμα του αντίχειρα με τον δείκτη (δηλ. όσο το άνοιγμα του στόματος του σκύλου). Χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο για να μετρηθεί ένα μήκος

Επίσης:
τσ'νουνιά (η)
  • Θεία κοινωνία

τσ'νουνώ
  • Μεταλαβαίνω (λαμβάνω τη θεία κοινωνία)

τσ'τόγαλου (του)
  1. Το βυζί του ζώου που έχει μικρή τρύπα = ψιλόρωγο και κατ' επέκταση δυσκολοάρμεχτο ζώο (αντίθ. αφλόγαλου)

    • -Η κατσίκα μ' είνι τσ'τόγαλ'
  2. μτφ. τσ'τόγαλους = άτομο άξεστο, σκληρό

τσάγαλoυ (τoυ)

Ετυμολογία: ίσως από το διάγαλο (=γεμάτο γάλα) ή από το επίθ. σύγαλο<συν+γάλα

  • Αμύγδαλο χλωρό

τσαγίλ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Ψιλοκομμένες πέτρες, το χαλίκι

τσάγρα (η)

Ετυμολογία: περσ.

  • Η πετούγια της κλειδαριάς της πόρτας (μοιάζει με κουταλάκι του γλυκού)

τσαγριά
  • Πιτσιλιά

    • -Έρξι μια τσαγριά τσ' ύστιρα έφ'γι

    • -Ούτι μια τσαγριά γάλα εν έβγαλι του πρόβατου!
τσαγρίζου
  1. Πιτσιλίζω, εκσφενδονίζω μικρή ποσότητα νερού με δύναμη

  2. μτφ. φεύγω γρήγορα ή το βάζω στα πόδια, την κοπανάω

    • -Μι του που τουν είδαμι νάρχιτι κατά πάνου μας τσαγρίσαμι μεσ' του ρουμάν'

    • -Τσαγρίζουν τα μάκια μ' = Δακρύζουν
τσάκ
  • Μέχρι (τοπικά)

    • -Κουλύμπσι τσακ στου νησί!
τσακμά σουκάτσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Στενός και αδιέξοδος δρόμος

τσακμάκ'ς (ι)
  • Άνθωπος πανέξυπνος

τσακπίνκου (του)
  • Ζωηρό (π.χ. παιδί, ατίθασο ζώο)

τσακτίζου

Ετυμολογία: τουρκ. çakmak = τρίβω, χτυπώ

  • Προκαλώ σπινθήρα σε αναπτήρα που φέρει φιτίλι

    • -Τσάκτσι ν' ανάψου του τσιγάρου μ'!
τσαλαβούτας (ι)
  • Άτακτος, ακάθαρτος, αυτός που ανακατεύεται παντού.

τσαλαμούρα (η)
  • Άρμη (διάλυμα αλατιού σε νερό) αλλά και είδος τυριού

τσαλιμτζής

Ετυμολογία: τουρκ. çalim = επίδειξη, ακμή ξίφους

  • Κολπαδόρος, που κάνει τσαλίμια

τσαλιστεύγου

Ετυμολογία: τουρκ. çalıstım, αόρ. του çalışmak = προσπαθώ

  • Προσπαθώ κάτι να κάνω, επιδιώκω με μικρές δυνατότητες να κάνω κάτι

τσαλιστίζου
  • Ασχολούμαι με κάτι, προσπαθώ κάτι να κάνω (βλ. και λ. «τσαλιστεύγου»)

τσάμ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. çam

  • Το πεύκο

τσάματα - τσάματα
  • Κομμάτια - κομμάτια

    • -Άμα κόψ' τ' αυγουλέμουνου γίνιτι τσάματα - τσάματα

    • -Γι ουρανός γέμ'σι τσάματα = μικρά σύννεφα σαν σμήνος σε σχήμα ψαριών
τσαμίσκου ζο
  • Ζώο ατίθασο, που δαγκώνει, κλωτσάει, όχι ήρεμο (δεν βάζανε ποτέ πάνω σ' αυτά τα ζώα παιδιά ή γυναίκες)

τσαμισλαγκίζου
  • Αγριεύω, γίνομαι ατίθασος (βλ. και «τσαμίσκου ζο»)

τσαμλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. çam = πεύκο

  • Πευκώνας (δάσος από πεύκα)

τσάμντιρισι

Ετυμολογία: τουρκ. çam deresi ρέμα με πεύκα

  • Χαράδρα με πεύκα

τσαμουμανίτις (οι)
  • Μανιτάρια που φυτρώνουν κάτω από τα πεύκα

τσαμπάη'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çambaz

  • Ζωέμπορος

τσαμπούκ - τσαμπούκ

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Στα γρήγορα

τσαμπούκ'ς (ι)
  • Γρήγορος

τσαμπούν'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Αδύνατος, καχεκτικός, αδιάθετος, αρρωστιάρης

τσαμπούνια
  • Είδος αγριόχορτου