Ετυμολογία: τουρκ.
shareΤσουβάλι, σάκος από καννάβι ή άλλη ύλη
Κυδώνι (καρπός του δένδρου της κυδωνιάς)
Δίθυρο μαλάκιο της θάλασσας γνωστό ως αχηβάδα
Κυλιέμαι, περιστρέφομαι σαν κύλινδρος (με παχιά προφορά του τσ)
Έχω διάρροια (με λεπτή προφορά του τσ)
Κοιλόρφανος (αυτός που έμεινε ορφανός από πατέρα όταν ακόμα ήταν στην κοιλιά της μητέρας του)
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΤούφα-θύσανος μαλλιών κεφαλής
Το διάστημα που αφήνει το άνοιγμα του αντίχειρα με τον δείκτη (δηλ. όσο το άνοιγμα του στόματος του σκύλου). Χρησιμοποιείται ως πρόχειρο μέτρο για να μετρηθεί ένα μήκος
Το βυζί του ζώου που έχει μικρή τρύπα = ψιλόρωγο και κατ' επέκταση δυσκολοάρμεχτο ζώο (αντίθ. αφλόγαλου)
μτφ. τσ'τόγαλους = άτομο άξεστο, σκληρό
Ετυμολογία: ίσως από το διάγαλο (=γεμάτο γάλα) ή από το επίθ. σύγαλο<συν+γάλα
shareΑμύγδαλο χλωρό
Ετυμολογία: περσ.
shareΗ πετούγια της κλειδαριάς της πόρτας (μοιάζει με κουταλάκι του γλυκού)
Πιτσιλιά
Πιτσιλίζω, εκσφενδονίζω μικρή ποσότητα νερού με δύναμη
μτφ. φεύγω γρήγορα ή το βάζω στα πόδια, την κοπανάω
Ετυμολογία: τουρκ. çakmak = τρίβω, χτυπώ
shareΠροκαλώ σπινθήρα σε αναπτήρα που φέρει φιτίλι
Ετυμολογία: τουρκ. çalıstım, αόρ. του çalışmak = προσπαθώ
shareΠροσπαθώ κάτι να κάνω, επιδιώκω με μικρές δυνατότητες να κάνω κάτι
Κομμάτια - κομμάτια
Ζώο ατίθασο, που δαγκώνει, κλωτσάει, όχι ήρεμο (δεν βάζανε ποτέ πάνω σ' αυτά τα ζώα παιδιά ή γυναίκες)