Βρέθηκε το λήμμα
τσαρπτίζου

Ετυμολογία: τουρκ. çarpmak = αποκρούω

  • Πείραγμα με λόγια, δίνω αφορμή

    • -Τουν τσάρπτσα γω αλλά φτός έκανι πως εν άκγι