τσιμπλιάρ'κου (του)
  • υποκορ. της λ. «τσιμπλιάρ'ς»

τσιμπλιάρ'ς (ι)

Ετυμολογία: από τη λ. « τσίμπλα »

  • Βρόμικος

τσιμπνιέρα
  • Οι τσέπες της ποδιάς

τσινόστουμα (του) Βλέπε:
τσιντρώνου
  • Κεντρίζω

    • -Μι τσέντρουσι μια σφήγκα
τσινώνου
  • Κενώνω, αδειάζω, αποκαλύπτω

    • -Παγαίν στου σπίκι τ'ς τσι τα τσινών', μουρέλι μ', ούλα σκη θ'χατέρα τ'ς

    • -Πήγι τσι τα τσένουσι ούλα = πήγε και τα είπε όλα, τα έβγαλε όλα στη φόρα
τσιουρβάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çorba

  • Σούπα με πλιγούρι και γιαούρτι

    • -Έ Μήτρου έλα να φας κάνα π'νάτσ' τσιουρβά!
τσίπιρ (η)
  • Χόρτο που φύεται στα χωράφια και ξεπατώνεται δύσκολα

τσιπουράκιας (ι)
  • Αυτός που αρέσκεται στο να πίνει τσίπουρο

τσιράκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. çırak

  • Ο μαθητευόμενος τεχνίτης

τσιραμδαριό (του)
  • Κεραμιδάδικο

τσιραμδουκάμνα (τα)
  • Καμίνια όπου έκαναν κεραμίδια

τσιραμδόχουμα (του)
  • Χώμα κατάλληλο για κεραμίδια

τσιραμίδ' (του)
  • Κεραμίδι

    • Φρ: τσιραμίδια που δε στάζουν, μη τα σαλαγάς = άσε τα πράγματα όπως έχουν, μην τα σκαλίζεις, αν δεν υπάρχει πρόβλημα
τσιράς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. kira = μίσθωση

  • Το αγώγι με τα ζώα (οι κυρατζίδες ή αγωγιάτες μετέφεραν πράγματα ακόμα και από την Κων/λη)

Επίσης:
τσιρασιά (η)
  • Το κέρασμα

τσιρατέλ' (του)
  • Κερατάκι

τσιρατώνου
  • Κερατώνω

τσιραυλό πρόβατου (του)
  • Το πρόβατο που έχει κέρατα, το κερασφόρο

τσιρέτς (του)

Ετυμολογία: τουρκ. çörek

  • Ψωμί ψημένο σε στρογγυλό ταψί (τσουρέκι). Τα πασχαλινά τα «τσιρέτσια» με το κόκκινο το αυγό

τσιρίσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. çırış

  • Συγκολλητική ουσία (από άμυλο) που χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες

τσιρκόν' (του)
  • Κλαψοπούλι (μικρό πιτσιλωτό λαίμαργο πουλί)

    • -Ούλου κλαί α ντου τσιρκόν'

    • τσ' η καρδούλα μου ματών'
τσιρός (ι)
  • Καιρός

    • Παράσχους: -Σήμιρα εν έχ'τι παράπουνου, ι τσιρός πάει πρίμους.

    • Μανώλ'ς: -Ε ντα κάθι μέρα α μας κατουρεί; = κάθε μέρα θα βρέχει;
τσιρουγάλιασι
  • Στέρεψε το βυζί του προβάτου από γάλα

τσιρουκμάς (ι)
  1. Δοχείο με στόμιο διαμέτρου 10 πόντων περίπου και ύψος πάνω από ένα μέτρο. Γέμιζες το μισό με νερό και το άλλο με κερί λιωμένο. Βουτούσες το καμωμένο από νήμα φιτίλι μέσα για να κάνεις ένα κερί ή μια λαμπάδα.

  2. μτφ. ο κοντόχοντρος άνδρας (ψεγάδι)

τσίρους (ι)
  • Άπαχο ξηραμένο σκουμπρί. Εξαιρετικός ουζομεζές

τσιρτσιβές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Τα τζαμλίκια ενός παραθύρου

τσισίτ

Ετυμολογία: τουρκ. çeşit

  • Ποικιλία

    • -Τσισίτ - τσισίτ = Λογιώ - λογιώ

    • -Τι έχ'ς στου μπαχτσέ;

    • -Ε, τσισίτ - τσισίτ! = διάφορα
τσισμές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çeşme

  • Χτιστή βρύση

τσίτα (η)

Ετυμολογία: τουρκ.

  1. Στενή λωρίδα ξύλου, αιχμηρή στη μία άκρη, με την οποία έκλειναν τα τσουβάλια

  2. Εξάρτημα του αργαλειού

τσίτουμι

Ετυμολογία: αρχ. κείμαι

  • Κείτομαι

    • -Τστόντας ανάστσιλα = ήταν ξαπλωμένοι ανάσκελα.
τσίτρινου (του)
  • Κίτρινο

τσιτσιφιά (η)

Ετυμολογία: μσν. ζιζυφέα

  • Τζιτζυφιά (δένδρο που παράγει εδώδιμους καρπούς)

τσίτσφου (του)
  • Ο καρπός της τζιτζιφιάς (μεγέθους ελιάς με αλευρώδες περιεχόμενο)

τσιφάλ' (του)
  • Κεφάλι

    • -Λείψι απ' του τσιφάλι μ'= παράτα με
τσιφαλάς (ι)
  • Είδος πουλιού

τσιφτές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çıfte

  • Δίκαννο κυνηγετικό όπλο

τσιφτιδιά (ι)

Ετυμολογία: από το τουρκ. çıfte

  • Βολή με τσιφτέ (είδος όπλου - βλ. λ.)

τσλιά (η) Βλέπε:
τσλιακό (του)
  • Η διάρροια

τσμάδια πρόβατα (τα)
  • Πρόβατα με μικρά βυζιά και μικρές ρώγες

τσμούρ (του)
  1. Τσιμπούρι (παρασιτικό έντομο που απαντά στο δέρμα των ζώων)

  2. μτφ. για πρόσωπα: άνθρωπος ενοχλητικός, φορτικός για τους άλλους.

    • -Τσμούρ γίν'τσις!
τσνί
  • το πάνω μέρος του αδραχτιού

τσόκ μπελί

Ετυμολογία: τουρκ. çok = πολύ. μπελί ίσως από το belli = βέβαιο ή από το bel = μέση….

  • Πολύ λίγα

    • -Τα γράμματα μ' ήντας τσόκ μπελί = πολύ λίγα
τσόκαρου (του)
  • μτφ. υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας.

    • -Άμα σι πιάσ' έιτουτου του τσόκαρου στου στόμα τ'ς έν έχ' τιλιουμό!
τσολάκογλου
  • Χρήματα της κατοχής (χωρίς αντίκρισμα)

τσομλικιά (η)
  • Κουτρούπι, κιούπι

τσου
  • όχι (μονολεκτική απάντηση)

τσουγκραν'σμάδα (η)
  • Η γρατζουνιά

τσουγκρανίζου
  • Γρατζουνώ