Κενώνω, αδειάζω, αποκαλύπτω
Ετυμολογία: τουρκ. çorba
shareΣούπα με πλιγούρι και γιαούρτι
Κεραμίδι
Ετυμολογία: τουρκ. çörek
shareΨωμί ψημένο σε στρογγυλό ταψί (τσουρέκι). Τα πασχαλινά τα «τσιρέτσια» με το κόκκινο το αυγό
Ετυμολογία: τουρκ. çırış
shareΣυγκολλητική ουσία (από άμυλο) που χρησιμοποιούσαν οι τσαγκάρηδες
Κλαψοπούλι (μικρό πιτσιλωτό λαίμαργο πουλί)
Καιρός
Δοχείο με στόμιο διαμέτρου 10 πόντων περίπου και ύψος πάνω από ένα μέτρο. Γέμιζες το μισό με νερό και το άλλο με κερί λιωμένο. Βουτούσες το καμωμένο από νήμα φιτίλι μέσα για να κάνεις ένα κερί ή μια λαμπάδα.
μτφ. ο κοντόχοντρος άνδρας (ψεγάδι)
Ετυμολογία: τουρκ. çeşit
shareΠοικιλία
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΣτενή λωρίδα ξύλου, αιχμηρή στη μία άκρη, με την οποία έκλειναν τα τσουβάλια
Εξάρτημα του αργαλειού
Τσιμπούρι (παρασιτικό έντομο που απαντά στο δέρμα των ζώων)
μτφ. για πρόσωπα: άνθρωπος ενοχλητικός, φορτικός για τους άλλους.
Ετυμολογία: τουρκ. çok = πολύ. μπελί ίσως από το belli = βέβαιο ή από το bel = μέση….
shareΠολύ λίγα
μτφ. υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας.