Βρέθηκε το λήμμα
τσιγκινές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. çıngene

  • Ο τσιγκούνης

    • -Είνι φτος ένας τσιγκινές!!. Ούτι στουν άγιου εν ανάβγ τσιρί!
Σχετικές λέξεις
τσιγινές