Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ.
Σκιάδα με χόρτα, φύλλα ή καλάμια, πρόχειρο κατάλυμα