Βρέθηκε το λήμμα
τσείτουμι

Ετυμολογία: κείμαι

  • Βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος, ξαπλώνω

    • -Πού είνι μπε ι κούτρους;

    • -Να έινα χάμ τσείτι.

    • -Τστόντας ούλ' ανάστσιλα = ήταν όλοι ξαπλωμένοι ανάσκελα