σιρμαγιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. sermaye = το κεφάλαιο

  • Οι οικονομίες που συγκεντρώνει κάποιος. Η κάλυψη των βασικών αναγκών. Η αρχή για να ξεκινήσεις κάτι

σιρμαγιαλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sermayeli

  • Νοικοκύρης

σιρμίζου
  • Παίρνω ανερώτητα. Αρπάζω κρυφά

σιρμπέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. şerbet = ηδύποτο

  1. Κάτι πολύ γλυκό

    • -Σιρμπέκ' τουν ποίτσις μπε του καφέ!
  2. Κρύο αναψυκτικό (συνήθως από νερό και βράσμα ή μέλι)

    • -Βάλι κουμμάκ' σιρμπέκ' να πιούμι
σιρμπέκ'ς (ι)
  • Ο ντόμπρος άνθρωπος

σιρσέμ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sersem = παραζαλισμένος, (μτφ). χαζός

  • Ανόητος, χαζός, μπουνταλάς

σισισί (του)
  • Παιδικό παιχνίδι με τόπι (μικρή μπάλα)

σιτζιαντές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Μικρό χαλάκι (το βάζανε ως επίσημη διακόσμηση πάνω στο σαμάρι του αλόγου σε γάμο) ή πάνω από το κρεβάτι

    • -Μ'κι νταβάδις, μ'κι κιντίματα, μ'κι κουρτινάκια, είχι τσ' ένα σιτζιαντέ που τσ' τουν ίφιρι ι Γιουσήφ'ς απ' κ' Μυτιλήν'
σιτζίμ (του)

Ετυμολογία: κουτσοβλάχ. Sidzime < τουρκ. ρίζα. Λεπτό και γερό σχοινί

  • Χοντρός και καλοστριμμένος σπάγκος

    • - Βρέχ' μι του σιτζίμ! = Βρέχει καρεκλοπόδαρα (βλ. λ. «βρουχή» για τις διαβαθμίσεις έντασης της βροχής)
σιφέρ

Ετυμολογία: τουρκ. sefer

  • Φορά

    • -Δυο σιφέρια = δυο φορές
σιφτές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sıftah = η πρώτη αγοραπωλησία της ημέρας

  • Αρχή πώλησης και η είσπραξη από αυτή, συνεκδ. η αρχή-αρχίνημα κάθε έργου

    • -Εν έκανι σιφτέ ακόμα σήμιρα
σιχλιός (ι)
  • Ο χλιαρός

    • -Σιχλιός είνι ι τσιουρβάς (σούπα)
Επίσης:
σίχλιους (ι) Βλέπε:
σιχτιργκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. siktürmek = βάζω κάποιον να συνουσιαστεί. Διώχνω με τη βρισιά ‘ asihtir' που είναι πολύ βαρύτερη από αυτή που χρησιμοποιούμε εμείς. Σημαίνει «άι γαμήσου».

  • Διώχνω με άγριο τρόπο

    • -Τουν σιχτίργκσι τσ' ησύχασι!
σκ'λαρ'κέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σκ'λαρίτσ'»

σκ'λαρίτσ' (του)
  • Σκουλαρίκι

    • -Τα μουρά μας ε κουμανταρζόντι πλια, τσ' α βάλουν τσι σκλαρίτσ' μουνό
σκ'λήκους (ι)
  1. Σκουλήκι

  2. μτφ. για μωρό που κινείται συνέχεια σαν το σκουλήκι

    • -Μπρε του σκ'λήκου, ησυχία εν έχ'!
σκ'λητσιάζου
  • Σκουληκιάζω

σκαγιουμένους (ι)
  • Χαζούλης (μτφ. που τον χτύπησαν σκάγια όπλου)

σκαλαμαθρεύγου
  • Κάνω θόρυβο, σκαλίζω κάτι με θόρυβο, ασχολούμαι με πονηρά και κρυφά πράγματα.

σκάλιθρου (του)
  1. Μακρύ ξύλο που το χρησιμοποιούσαν κατά το φούρνισμα των ψωμιών

  2. μτφ. ψηλός και αδύνατος άνθρωπος

  3. μτφ. διαπόμπευση ατόμου στη φρ.:

    • -Α σι βγάλου πα στου σκάλιθρου = θα σε εκθέσω
σκαλουμέρια (τα)
  • Τα πλαϊνά ξύλα μιας σκάλας όπου στηρίζονται τα σκαλοπάτια

σκαλουπατέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σκαλοπάτι»

σκαμιά (η)
  • Η μουριά

σκαμιουχόρταρου (του)
  • Γιατροσόφι για πληγές, μελανώματα κ.τ.λ.

σκαμιόφ'λλου (του)
  • Το φύλλο της μουριάς, κύρια τροφή του μεταξοσκώληκα

σκάμπαμα (του)
  • Στραμπούλισμα

σκαρβέλ' (του)
  • Δίχαλο σαμαριού για να δένουν τα σχοινιά για το φόρτωμα

σκαρίζου
  • Φεύγω από τη φωλιά, ξεκινώ

σκαρούφα (η)
  1. Το μπροστινό μέρος του αρνιού που το παραγεμίζουμε και το ράβουμε για να το βάλουμε στο φούρνο

  2. Το φαγωμένο από σφήκες ή πουλιά σύκο που κρέμεται στη συκιά άδειο

σκασμάδα (η)
  1. Ρωγμή, ρήγμα

  2. Σύκο σκασμένο (ανοιχτό) από τον ήλιο

σκατέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σκατό»

σκατο - σκατου-
  • Ως α' συνθετικό πολλών λέξεων δίνει στο β' συνθετικό την έννοια του βρομερού, αηδιαστικού, ελεεινού

    • -Μακριά γιέ μ' απ' τούτου του σκατόσογου (το σκατοσόι)

    • -Έχου σκατουπαραδιές = αφραγκίες
σκατόμουτρου (του)

Ετυμολογία: σκατό + μούτρο

  • Πρόσωπο ελεεινό και βρομερό

σκατόρατσα (η)
  • (ύβρις) = άνθρωπος από κακής φήμης σόι

σκατόστουμου (του)

Ετυμολογία: σκατό + στόμα

  • Άνθρωπος με βρομερό λεξιλόγιο

σκατουδ'λειά (η)
  • Η αταξία, η κακή πράξη

    • -Σα ζ'μακ'μένους κάτι (κάθεται), καμιά σκατουδ'λειά (αταξία) α ποίτσι (έκανε) πάλι.
σκατουλουγήματα (τα)
  • Άσχημα λόγια, παλιόλογα

    • -Τι είνι έφτα τα σκατουλουγήματα π' λέγ'ς;
σκατουπαραδιές (οι)

Ετυμολογία: σκατό + τουρκ. para (= το 1/40 του τουρκικού γροσιού)

  • (στον πληθ) τρομερή έλλειψη χρημάτων, αφραγκίες

σκατουσόγ' (του)
  • Προσβλητική λέξη για ένα σόι

σκάφ' (η)
  • μτφ. στη φρ.:

    • - Τσείνους κάν' σα σκάφ' σα χαρανί = μεγαλοπιάνεται
σκαφίδα (η)
  • Ρηχιά σκάφη για μεταφορά λάσπης χτισίματος (τη σήκωναν στον ώμο)

σκιτζής Βλέπε:
σκλαβάκια (τα)
  • Παιδικό παιχνίδι

σκλί (του)
  • Τσουλούφι

    • -Άμα σι πιάσου απ' του σκλί σ' α δεις ντα θα πάθ'ς (απειλή)
Επίσης:
σκλιάτους (η)
  • Για γυναίκα με φουντωτό μαλλί που πετάει

σκολάδ' (του)
  • Αρνί που έχει αποκοπεί από τη μάνα του

σκολεύω
  • Αποκόβω αρνί από τη μάνα του

σκορδόξ'δου (του)
  • Κοπανισμένο σκόρδο μέσα σε ξίδι, που παρασκευάζεται για να νοστιμίσει το φαγητό

σκορδοπαππούδα (η)
  • Πολτός από βρασμένα σκόρδα (ως γιατρικό)