Ετυμολογία: τουρκ. sermaye = το κεφάλαιο
shareΟι οικονομίες που συγκεντρώνει κάποιος. Η κάλυψη των βασικών αναγκών. Η αρχή για να ξεκινήσεις κάτι
Ετυμολογία: τουρκ. şerbet = ηδύποτο
shareΚάτι πολύ γλυκό
Κρύο αναψυκτικό (συνήθως από νερό και βράσμα ή μέλι)
Ετυμολογία: τουρκ. sersem = παραζαλισμένος, (μτφ). χαζός
shareΑνόητος, χαζός, μπουνταλάς
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΜικρό χαλάκι (το βάζανε ως επίσημη διακόσμηση πάνω στο σαμάρι του αλόγου σε γάμο) ή πάνω από το κρεβάτι
Ετυμολογία: κουτσοβλάχ. Sidzime < τουρκ. ρίζα. Λεπτό και γερό σχοινί
shareΧοντρός και καλοστριμμένος σπάγκος
Ετυμολογία: τουρκ. sıftah = η πρώτη αγοραπωλησία της ημέρας
shareΑρχή πώλησης και η είσπραξη από αυτή, συνεκδ. η αρχή-αρχίνημα κάθε έργου
Ετυμολογία: τουρκ. siktürmek = βάζω κάποιον να συνουσιαστεί. Διώχνω με τη βρισιά ‘ asihtir' που είναι πολύ βαρύτερη από αυτή που χρησιμοποιούμε εμείς. Σημαίνει «άι γαμήσου».
shareΔιώχνω με άγριο τρόπο
Σκουλαρίκι
Σκουλήκι
μτφ. για μωρό που κινείται συνέχεια σαν το σκουλήκι
Μακρύ ξύλο που το χρησιμοποιούσαν κατά το φούρνισμα των ψωμιών
μτφ. ψηλός και αδύνατος άνθρωπος
μτφ. διαπόμπευση ατόμου στη φρ.:
Το μπροστινό μέρος του αρνιού που το παραγεμίζουμε και το ράβουμε για να το βάλουμε στο φούρνο
Το φαγωμένο από σφήκες ή πουλιά σύκο που κρέμεται στη συκιά άδειο
Ως α' συνθετικό πολλών λέξεων δίνει στο β' συνθετικό την έννοια του βρομερού, αηδιαστικού, ελεεινού
Η αταξία, η κακή πράξη
Ετυμολογία: σκατό + τουρκ. para (= το 1/40 του τουρκικού γροσιού)
share(στον πληθ) τρομερή έλλειψη χρημάτων, αφραγκίες
Κοπανισμένο σκόρδο μέσα σε ξίδι, που παρασκευάζεται για να νοστιμίσει το φαγητό