Ετυμολογία: τουρκ. silah bicak = όπλο - μαχαίρι
shareΤο μαχαίρι που μπαίνει στο ζωνάρι
Ετυμολογία: τουρκ. sergi = έκθεση
shareΜέρος όπου άπλωναν τα κεραμίδια για να στεγνώσουν
Δυνατό γάλα, με πλούσια συστατικά, χωρίς να είναι νοθευμένο με νερό (βλ. και «μπόσκου γάλα»)
Ετυμολογία: τουρκ. şamata = θόρυβος, φασαρία
shareΜιλώ, φλυαρώ, θορυβώ
Ετυμολογία: τουρκ. şaştım, αόρ. του şaşmak = εκπλήττομαι, θαυμάζω
shareΤα χάνω, κάνω κάποιον να τα χάσει
Μπαρούτι, φυσίγγι
Ταχύτητα, βιασύνη
Ετυμολογία: τουρκ. sıkı -sıkı = συχνά-πικνά (siki με τελείες = πέος
shareΓρήγορα-γρήγορα, με βιασύνη
Ετυμολογία: τουρκ. siklet = βάρος, πίεση
shareΣτενοχώρια, βαρυθυμία, θλίψη, κυρίως από έρωτα, έξαψη
Ετυμολογία: τουρκ. sikildim, αόρ. του sikilmak = στεναχωριέμαι < siklet = βάρος, καημός, θλίψη, στενοχώρια
shareΣτενοχωριέμαι, σεκλεντίζομαι
Ετυμολογία: τουρκ. selem = προπληρωμή
shareΠαράσιτος, άνθρωπος που ζει σε βάρος άλλων, τσαμπατζής
Σωστό μέτρο, σωστό γέμισμα (κυρίως για τσουβάλια με αγροτικά προϊόντα
Ετυμολογία: τουρκ. şüphe
shareΥποψία
Ετυμολογία: ιταλ. segnare = σημειώνω, σημαδεύω < λατιν. signum = εικόνα, σημείο
shareΠεριποιούμαι, κάνω (κάποιον/κάτι) ευπαρουσίαστο, ωραίο και κομψό
Μικρή πέτσινη σακούλα όπου έβαζαν τα εξαρτήματα του τσακμακιού (ίσκα, ατσάλινο κομμάτι κ.τ.λ.)
Ρούχο που συγκεντρώνει πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά (π.χ. κοντό, στενό, φθαρμένο, άκομψο κ.τ.λ.)
υποκορ. της λ. «σιντίρ'»