σελάχ μπιτζ'άκ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. silah bicak = όπλο - μαχαίρι

  • Το μαχαίρι που μπαίνει στο ζωνάρι

σενάκ' (του)
  • Μαξιλαροθήκη

σενέ Βλέπε:
σεντήρια (τα) Βλέπε:
σεργί (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sergi = έκθεση

  • Μέρος όπου άπλωναν τα κεραμίδια για να στεγνώσουν

σέρκ'κου γάλα
  • Δυνατό γάλα, με πλούσια συστατικά, χωρίς να είναι νοθευμένο με νερό (βλ. και «μπόσκου γάλα»)

σέρκ'κους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sert = σκληρός

  • (για καπνά) βαρύς, με γεύση βαριά

σέρκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sert = σκληρός

  • Άνθρωπος βαρύς και οξύθυμος

σέτ' (του)
  • Πεζούλα, ξερολιθιά σε επικλινές έδαφος

σι - σι - σι (με παχύ το «σ»)
  • Παιδικό ομαδικό παιχνίδι

σιαματεύγου

Ετυμολογία: τουρκ. şamata = θόρυβος, φασαρία

  • Μιλώ, φλυαρώ, θορυβώ

    • -Ντα σιαματεύγ'ς τσ' ε μας αφήν'ς να τσ'μηθούμι;
σιασλιά (η)
  • Η κοιμισμένη, η αργοκίνητη

Επίσης:
σιαστίζου

Ετυμολογία: τουρκ. şaştım, αόρ. του şaşmak = εκπλήττομαι, θαυμάζω

  • Τα χάνω, κάνω κάποιον να τα χάσει

σιβνταλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sevdali

  • Ο ερωτιάρης, ο μερακλής

σιβντάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sevda

  • Έρωτας, ερωτικός καημός

σιγιρμάς (ι)
  • Είδος πανιού ιστιοφόρου

σικί (του)
  1. Μπαρούτι, φυσίγγι

    • -Πόσα σικιά έχ'ς; = πόσα φυσίγγια έχεις;
  2. Ταχύτητα, βιασύνη

    • -Πήρα ένα σικί = έφυγα γρήγορα

    • -Ντάνι τα σικιά σ'; = προς τι η βιασύνη σου;

    • -Απ' του σικί μ' έπισι του βρατσί μ' = απ'τη βιασύνη μου….

    • -Πήρι σικί τσι χάθ'τσι απ' τα μάκια μ' = πήρε δρόμο και χάθηκε από τα μάτια μου
σικί-σικί (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. sıkı -sıkı = συχνά-πικνά (siki με τελείες = πέος

  • Γρήγορα-γρήγορα, με βιασύνη

σικλέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. siklet = βάρος, πίεση

  • Στενοχώρια, βαρυθυμία, θλίψη, κυρίως από έρωτα, έξαψη

    • -Έχου πουλλά σικλέκια!
σικλιντίζουμι

Ετυμολογία: τουρκ. sikildim, αόρ. του sikilmak = στεναχωριέμαι < siklet = βάρος, καημός, θλίψη, στενοχώρια

  • Στενοχωριέμαι, σεκλεντίζομαι

σιλάδ (του)
  • Το χαμηλότερο σημείο περάσματος μεταξύ δύο βουνών.

σιλέμ'κα (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ selem = προπληρωμή

  • Παρασιτικά, εις βάρος άλλων

σιλέμ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. selem = προπληρωμή

  • Παράσιτος, άνθρωπος που ζει σε βάρος άλλων, τσαμπατζής

σιλμέ
  • Σωστό μέτρο, σωστό γέμισμα (κυρίως για τσουβάλια με αγροτικά προϊόντα

    • -Γιακί μπε τσ' ε ντου γέμ'σις του τσ'βάλ' σιλμέ;
σιλτές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. şılte

  • Μεγάλο μαξιλάρι

σιμίτ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sımıt

  • Το κουλούρι

σιμιτζής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sımıtçı

  • Ο κουλουράς

σιμπέ

Ετυμολογία: τουρκ. şüphe

  • Υποψία

    • -Έχου σιμπέ πα στου Γιώργ' = Υποψιάζομαι το Γιώργο (π.χ. ότι με έκλεψε)
σιμπιλιντίζου
  • Καταλαβαίνω

σινάζ (του)
  • Δομικό στοιχείο από οπλισμένο σκυρόδεμα για ενίσχυση ενός οικήματος

σινέ
  • Χρονολογία

    • -Η πλάκα έγραφι σινέ
Επίσης:
σινί (του)

Ετυμολογία: μτγν. σιν-ίον < τουρκ. sini

  • Στρογγυλό χάλκινο ή σιδερένιο αβαθές ταψί, ταβάς

Επίσης:
σινιάρου

Ετυμολογία: ιταλ. segnare = σημειώνω, σημαδεύω < λατιν. signum = εικόνα, σημείο

  • Περιποιούμαι, κάνω (κάποιον/κάτι) ευπαρουσίαστο, ωραίο και κομψό

σινίρ

Ετυμολογία: τουρκ. sinir

  1. Νεύρο

  2. μτφ. γερό σαν νεύρο

    • -Τούτου του σπίκ' σινίρ είνι!
σινσιλές (ι)
  • Γενιά, σόι

    • α πάρ' ι διάβουλους σένα τσ' ούλου του σινσιλέ σ'!
σιντάν' (του)
  • Μικρή πέτσινη σακούλα όπου έβαζαν τα εξαρτήματα του τσακμακιού (ίσκα, ατσάλινο κομμάτι κ.τ.λ.)

σιντέφ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sedef

  • Μαργαριτάρι

σιντικλέρ (του)
  • Ρούχο που συγκεντρώνει πολλά αρνητικά χαρακτηριστικά (π.χ. κοντό, στενό, φθαρμένο, άκομψο κ.τ.λ.)

σιντίρ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Καναπές ολόγυρα στο δωμάτιο ή έξω από την είσοδο του σπιτιού καρφωμένος στο πάτωμα ή χτιστός

Επίσης:
σιντιρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σιντίρ'»

    • -Τσι κάτσι έφτου πας ένα σιντιρέλ', κάτου απ' κη κάρυα τσι γύριψι ένα πουκήρ νιρό
σιντκέλ' (του)
  • Μικρό σεντούκι

σιντούτσ' (του)

Ετυμολογία: μσν. σεντούκιν

  • Κασέλα, μπαούλο

σιργί (του)
  • Απλώστρα για την ξήρανση του καπνού

σιρέκ'ς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. şırret

  • Ο βαρύς, ο δύστροπος, ο ευέξαπτος, ο ζόρικος

σιριάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. seyran

  • Θέα, περίπατος, βόλτα

σιριανίζου

Ετυμολογία: τουρκ. seyran

  • Βλέπω, κάνω βόλτα και βλέπω πράγματα χαζεύοντας

σιρικιά (η)
  • Σερετιά, ζοριλίκι

σιρίνκου (του)
  • Δροσερό, αεράτο

    • -Σιρίνκου σπίκ'
σιρκιά (η)
  • Δένδρο απ' τους καρπούς του οποίου έκαναν «αριτσέλια » ( βλ. λ.)

σίρκου (του)
  • Καρπός της σιρκιάς (μοιάζει με τσίτσφου = τζίτζυφο)