Βρέθηκε το λήμμα
σιρμπέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. şerbet = ηδύποτο

  1. Κάτι πολύ γλυκό

    • -Σιρμπέκ' τουν ποίτσις μπε του καφέ!
  2. Κρύο αναψυκτικό (συνήθως από νερό και βράσμα ή μέλι)

    • -Βάλι κουμμάκ' σιρμπέκ' να πιούμι