Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. şerbet = ηδύποτο
Κάτι πολύ γλυκό
Κρύο αναψυκτικό (συνήθως από νερό και βράσμα ή μέλι)