Βρέθηκε το λήμμα
σκατουδ'λειά (η)
  • Η αταξία, η κακή πράξη

    • -Σα ζ'μακ'μένους κάτι (κάθεται), καμιά σκατουδ'λειά (αταξία) α ποίτσι (έκανε) πάλι.