Παθαίνω σύγκαμα δηλ. ερεθισμό του δέρματος λόγω τριβής ή καιρικών καταστάσεων
Χτυπώ δυνατά κάποιον στο πρόσωπο (δηλ. τόσο πολύ που του προκαλώ σύγκαμα)
Ετυμολογία: βενετ. segurar < λατιν. secures = ασφαλής, άφοβος < se = χωρίς + cura = φροντίδα
shareΣιγουρεύω
Σιδερένια βέργα που κατέληγε σε μια πλατιά επιφάνεια. Τη χρησιμοποιούσαν στο φούρνο για να τραβάνε τα ψημένα ψωμιά έξω από το φούρνο.
Είδος ταψιού
Συλλέγω σύκα με ντέμπλα. Με τη βοήθεια της ντέμπλας ρίχνω τα σύκα κάτω και μετά τα μαζεύω
Συκώτι
μτφ. «σκύλου γιος». Καλός ή κακός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάλογα με τα συμφραζόμενα
Ο μήνας Σεπτέμβριος (μήνας νοικοκυριού και φροντίδας για να αντιμετωπιστεί ο χειμώνας)
Επί ανθρώπων: Για κάποιον που ήρθε στο χωριό από άλλο μέρος για να βρει καταφύγιο και να εγκατασταθεί εδώ
Ο άνθρωπος που έχει την τάση να μαζεύει τα πάντα, που δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο.
Κουνιστός (σεινάμενος - σειόμενος)
Ετυμολογία: τουρκ. esnaf = μικροεπιχειρηματίας
shareΣινάφι = Συντεχνία, το σύνολο ομοτέχνων
Ετυμολογία: από το τουρκ. esnaf
shareΑυτός που του αρέσει η παρέα
βλ. και λ. «σ'νουρίζουμι»
Με το ίδιο όνομα
Ετυμολογία: αρχ. συν + απαίρω (= ξεσηκώνω συγχρόνως)
shareΜεταφέρω το νοικοκυριό από το χωριό στο γιαλό ή στον κάμπο και τανάπαλιν (δηλ. από τη χειμερινή κατοικία στην καλοκαιρινή
Συνερίζομαι (θίγομαι ή προσβάλλομαι από τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου και εκδηλώνω την αντιπάθεια ή την εχθρότητά μου προς αυτόν)