σ' (αντων.)
  • σου

    • -Η μάνα σ'
σ'αματάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Λωρίδα χρυσού χαρτιού που στερέωναν στο πέτο των προσκεκλημένων σε γάμο (πήρε αυτό το όνομα λόγω του ότι έκανε θόρυβο χριτς - χριτς)

Επίσης:
σ'αχίν' Βλέπε:
σ'γκαύγου
  1. Παθαίνω σύγκαμα δηλ. ερεθισμό του δέρματος λόγω τριβής ή καιρικών καταστάσεων

  2. Χτυπώ δυνατά κάποιον στο πρόσωπο (δηλ. τόσο πολύ που του προκαλώ σύγκαμα)

    • -Ας σ'γκάψου μια να μη γυρέψ'ς άλλ' παλιουρόφιανε!
σ'γουρέρνου

Ετυμολογία: βενετ. segurar < λατιν. secures = ασφαλής, άφοβος < se = χωρίς + cura = φροντίδα

  • Σιγουρεύω

σ'δίνου
  • Συναντώ

    • -Τουν σ'δώκα στου γιαλό = τον συνάντησα στο γιαλό
σ'διρ'κό (του)
  • Σιδερένια βέργα που κατέληγε σε μια πλατιά επιφάνεια. Τη χρησιμοποιούσαν στο φούρνο για να τραβάνε τα ψημένα ψωμιά έξω από το φούρνο.

σ'διρουσίν' (του)
  • Είδος ταψιού

    • -Γιέμουσι τσι του μιγάλου του σ'διρουσίν' για να τα πάμι σκ' ακκλησιά
σ'διρουτσέφαλους (ι)
  • Σιδεροκέφαλος (ευχή)

σ'κλί (του) Βλέπε:
σ'κόκουλους (ι)
  • Το πίσω μέρος του σύκου (ο κώλος του σύκου)

σ'κουλόγ'μα (του)
  • Η συλλογή των σύκων με ντέμπλα

σ'κουλουγώ
  • Συλλέγω σύκα με ντέμπλα. Με τη βοήθεια της ντέμπλας ρίχνω τα σύκα κάτω και μετά τα μαζεύω

σ'κουφάς (ι)
  • Κίτρινο μεταναστευτικό πουλί, μεγέθους κότσιφα, που επισκέπτεται την Ερεσό την άνοιξη (όταν επιστρέφει από την Αφρική) και στα τέλη του καλοκαιριού

Επίσης:
σ'κώκ' (του)
  • Συκώτι

    • -Λίγου λίγου α χαλάσ' του σ'κώκι σ' τσ' ούλους γι ουργανισμό σ'

    • -Μόφαγις τα σ'κώκια μ'! = Με έσκασες
σ'κώνου και σ'κώνουμι
  • Σηκώνω και σηκώνομαι

σ'λήνα (η)
  • Ο σωλήνας. Θαλάσσιο εδώδιμο μαλάκιο με χαρακτηριστικό σωληνοειδές όστρακο

σ'ληνόβιργα (η)
  • Βέργα σιδερένια μακριά και λεπτή. Μοιάζει με τη βελόνα του πλεξίματος.

σ'λουγιός (ι)
  • μτφ. «σκύλου γιος». Καλός ή κακός χαρακτηρισμός ανθρώπου ανάλογα με τα συμφραζόμενα

σ'λουπιάσκα
  • Στυλώθηκα

σ'λουπνίγουμι
  • Υποφέρω αντιμετωπίζοντας τις δυσκολίες των ταξιδιών στη θάλασσα

σ'μάδ' (του)
  • Σημάδι

σ'μαδεύγου
  • Σημαδεύω

σ'μαζεύγου
  • Συμμαζεύω

Σ'μαζευτής (ι)
  • Ο μήνας Σεπτέμβριος (μήνας νοικοκυριού και φροντίδας για να αντιμετωπιστεί ο χειμώνας)

σ'μάζουμα (του)
  • Επί ανθρώπων: Για κάποιον που ήρθε στο χωριό από άλλο μέρος για να βρει καταφύγιο και να εγκατασταθεί εδώ

    • -Ποιά είνι μπε τούκ';

    • -Να, σ'μάζουμα είνι!
σ'μαζουχτάρ' (του)
  • Ο άνθρωπος που έχει την τάση να μαζεύει τα πάντα, που δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο.

σ'μαζώματα (τα)
  • Ετοιμασίες, νοικοκύρεμα

σ'μπιθέρα Βλέπε:
σ'νάμινους (ι)
  • Κουνιστός (σεινάμενος - σειόμενος)

    • -Σ'νάμινους τσι κνιάμινους = σειστός και κουνιστός, καμαρωτός και κουνιστός
σ'νάφ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. esnaf = μικροεπιχειρηματίας

  • Σινάφι = Συντεχνία, το σύνολο ομοτέχνων

σ'ναφλής (ι)

Ετυμολογία: από το τουρκ. esnaf

  • Αυτός που του αρέσει η παρέα

    • -Σ'ναφλής άθρουπους ι Μ'χάλ'ς!
σ'νάχ' (του)
  • Το συνάχι

σ'νεικάζου

Ετυμολογία: συν + εικάζω

  • Συνειδητοποιώ, αναγνωρίζω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, χωνεύω

    • -Σκ' αρχή ε μι γνώρσι τσι κόντιψα να φάγου μια βουλαδιά, ύστιρα μι σ'νείκασι γιακί τα ψήναμι πουλύ

    • - Του σ'νείκασις; = το κατάλαβες; Το χώνεψες;
Επίσης:
σ'νί (του) Βλέπε:
σ'νιφόκαμα (του)
  • Συννεφιά με υψηλή θερμοκρασία

σ'νόρς (η)
  • βλ. και λ. «σ'νουρίζουμι»

    • -Έν έχ' σ'νόρς = μη τον συνερίζεσαι, μη τον παρεξηγείς, μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτά που κάνει ή λεει!
σ'νουδιά (η)
  • Συντροφιά

    • -Του τζάκ' είνι σ'νουδιά
σ'νουμήλικους (ι)
  • Συνομήλικος

σ'νουνόματους (ι)
  • Με το ίδιο όνομα

    • -Έ σ'νουνόματι! = όταν φωνάζεις κάποιον που έχει το ίδιο με σένα όνομα
σ'νουπαίρνου

Ετυμολογία: αρχ. συν + απαίρω (= ξεσηκώνω συγχρόνως)

  • Μεταφέρω το νοικοκυριό από το χωριό στο γιαλό ή στον κάμπο και τανάπαλιν (δηλ. από τη χειμερινή κατοικία στην καλοκαιρινή

Επίσης:
σ'νουπαρτά (τα)

Ετυμολογία: συν + απαίρω = σηκώνω, παίρνω μαζί

  • Η μετακόμιση του νοικοκυριού από το χωριό στο γιαλό ή στον κάμπο και τανάπαλιν (δηλ. από τη χειμερινή κατοικία στην καλοκαιρινή)

Επίσης:
σ'νουρίζουμι
  • Συνερίζομαι (θίγομαι ή προσβάλλομαι από τα λόγια ή τις πράξεις κάποιου και εκδηλώνω την αντιπάθεια ή την εχθρότητά μου προς αυτόν)

    • -Μη τουν σ'νουρίζισι = μην παίρνεις τοις μετρητοίς αυτά που κάνει ή λέει

    • -Ντα μπε σένα α σ'νουρστώ;

    • -Εν έπριπι να τουν σ'νουρστείς
σ'νουρστό (του)
  • Φιλονικία

    • - Πιάσαν του σ'νουρστό = τη φιλονικία
σ'νουφιά (η)
  • Συννεφιά

σ'ντρουφιά (η)
  • Συντροφιά

σ'ντρόφ' (οι)
  • Οι σύντροφοι

σ'ντρόφ'σσα (η)
  • Η συντρόφισσα

σ'ούκιουρ (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. Allaha şükür = δόξα τω θεώ

  • Ευτυχώς, πάλι καλά

    • -Η βρουχή τα χάλασι τα πιο πουλλά τα σύκα. Μουνάχα ένα μπουλ'τάρ μαζόξαμι

    • -Σ'ούκιουρ!
Επίσης:
σ'τσιά (η)
  • Η συκιά