βρίσιμο, τα εξ αμάξης
Σηκωμένη
μτφ. προχωρημένη
Ξύλινο σκεύος κουζίνας με το οποίο κοπανούσαν το σκόρδο για τη σκορδαλιά (γουδί με γουδοχέρι)
Ετυμολογία: μσν. σκορδούλα < αρχ. κορδύλη (= απόστημα, οίδημα)
shareΠανούκλα
μτφ. κάτι κακό ή αρνητικό
Μικρό αραχνοειδές αρθρόποδο του οποίου η ουρά καταλήγει σε δηλητηριώδες κεντρί
Είδος ψαριού συγγενικού με τη σκορπίνα (τρώγεται κυρίως βραστό)
Ο φόνος
Η σκοτούρα
μτφ. κάτι εντυπωσιακό
Σκύλος
μτφ. έξυπνος, ανθεκτικός, σκληραγωγημένος άνθρωπος
υποκορ. της λ. «σλάρ»
Η ενυδρίδα (υδρόβιο ή ημιυδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τη νυφίτσα)
Συντροφιά, εύκολη γνωριμία, κοινωνικότητα
Δοχείο στρογγυλό, σιδερένιο που έπαιρνε 6 ½ οκάδες καρπό περίπου, μέτρο χωρητικότητας
Ετυμολογία: τουρκ. soy
shareΤο σόι
Ετυμολογία: τουρκ. soylu
shareΑυτός που είναι από εκλεκτή γενιά, από εκλεκτή ράτσα, από ευγενική ράτσα
Ετυμολογία: τουρκ. son = τέλος
shareΦτάνει, αρκετά
Ετυμολογία: τουρκ. sivamak = καλύπτω την επιφάνεια ενός τοίχου με σοβά
shareΑλείφω-επιχρίω τοίχο με ασβεστοκονίαμα