σκουκ'νιάζου
  • Σκοτεινιάζω

σκουκ'νός (ι)
  • Σκοτεινός

σκουλειό (του)
  • Σχολείο

σκουλιανά (τα)
  • βρίσιμο, τα εξ αμάξης

    • -Έκανι κη ζημιά τσι τ' άκ'σι (άκουσε) πάλι τα σκουλιανά τ'
σκουμέν' (η)
  1. Σηκωμένη

  2. μτφ. προχωρημένη

    • -Η λ'τουργιά ήντου για τα καλά σκουμέν' άμα γύρ'σα στου σπίκ'
σκουντουλάδα (η)
  • Σαύρα

σκουρδουκόπανους (ι)
  • Ξύλινο σκεύος κουζίνας με το οποίο κοπανούσαν το σκόρδο για τη σκορδαλιά (γουδί με γουδοχέρι)

σκουρδούλα (η)

Ετυμολογία: μσν. σκορδούλα < αρχ. κορδύλη (= απόστημα, οίδημα)

  1. Πανούκλα

  2. μτφ. κάτι κακό ή αρνητικό

    • -Ντα σκουρδούλα (δηλ τι κακή ιδέα) σούμπι στου τσιφάλι σ';

    • -Ντα σκουρδούλα έχ'ς; = τι στο διάολο έχεις; τι σου συμβαίνει;
σκουρδουτάτς (του)
  • Ξύλινο γουδί όπου έσπαζαν (τσακίζανε) τα σκόρδα

σκουρπιός (ι)
  1. Μικρό αραχνοειδές αρθρόποδο του οποίου η ουρά καταλήγει σε δηλητηριώδες κεντρί

  2. Είδος ψαριού συγγενικού με τη σκορπίνα (τρώγεται κυρίως βραστό)

σκουρπιουμάνα (η)
  • Η μεγάλη σκορπίνα. Το αγκάθι της σε δηλητηριάζει.

σκουρτσιά (η)
  • Φωλιά σκούρτσων

σκούρτσους (ι)
  • Κοκκινωπή μεγάλη σφήκα με φαρμακερό κεντρί (τρώει σύκα κ.τ.λ.)

σκουτουκουμός (ι)
  • Στενοχώρια, φαγωμάρα, γκρίνια

σκουτουμός (ι)
  1. Ο φόνος

  2. Η σκοτούρα

    • -Να σκουτουμό πόβαλις στου νού σ'!
  3. μτφ. κάτι εντυπωσιακό

    • - Οι πανσέδες όξου είνι σκουτουμός (ένα θαύμα!)
σκουτουφάς (ι)
  • Ο γκρινιάρης, μτφ. που «τρώει συκώτια»

σκουφάς (ι) Βλέπε:
σκόχιντρα (η)
  • Η οχιά

Επίσης:
σκω
  • Σκάω, στενοχωριέμαι

    • -Μη σκάς τσ' ε χάλασι ι κόσμους!
σλαγιά (η)
  • Η ζεστασιά

    • -Φέρι του καρικλί σ' έιδου κουντά σκη σλαγιά!
σλαγιάζου
  • Κουρνιάζω, μαζεύομαι σε μια άκρη για να ζεσταθώ

σλάρ (του)
  1. Σκύλος

  2. μτφ. έξυπνος, ανθεκτικός, σκληραγωγημένος άνθρωπος

    • -Βρη του σλάρ = βρέ τον έξυπνο
σλαρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σλάρ»

    • -Άιντι σλαρέλι μ' κάνι τ' αγιασμένου σ' του κατουρλέλ' τσί στου θ'κό' μ' του κατουφλέλ'!
σλιγκίζου Βλέπε:
σλιντίζου
  • Ανάβω (π.χ. φωτιά. Ρίχνω κάτι ψιλό για να ανάψει η φωτιά ή για να δυναμώσει)

    • -Ε νι σλέντσι ακόμα η φουκιά!
Επίσης:
σλιόδουντου (του)
  • Κυνόδοντας

σλιουκρόμδου (του)
  • Άγριο κρεμμύδι (ίσως οι βολβοί)

σλιουπόταμους (ι)
  • Η ενυδρίδα (υδρόβιο ή ημιυδρόβιο σαρκοφάγο θηλαστικό. Ανήκει στην ίδια οικογένεια με τη νυφίτσα)

σμάνου
  1. Κτυπώ

    • -Σήμανι η καμπάνα για ακόμα;
  2. μτφ. Δέρνω

    • -Α σι σμάνου!= θα σε χτυπήσω
σμάρ (του) Βλέπε:
σμαρίδα (η)
  • Ψάρι όμοιο με μαρίδα

σμύρνα (η)
  • Το ψάρι σμέρνα.

σμυρχιά (η)
  • Μυρτιά (αειθαλής αρωματικός θάμνος)

σναίμα (του)
  • Υγρό στο σώμα, ανάμεικτο με αίμα και πύον.

σναλίτς (του)
  • Συντροφιά, εύκολη γνωριμία, κοινωνικότητα

    • -Τούτους γι' άθρουπους δίν' σναλίτς = δείχνει διάθεση για γνωριμία και συζήτηση (δεν είναι απρόσιτος)
σνιά
  • Ομάδα, μεγάλος αριθμός ατόμων

σνικάζου Βλέπε:
σνίτς (του)
  • Δοχείο στρογγυλό, σιδερένιο που έπαιρνε 6 ½ οκάδες καρπό περίπου, μέτρο χωρητικότητας

σνόπαρμα (του) Βλέπε:
σνόπουρου (του)
  • Χόρτο που τρώνε τα πρόβατα. Φύεται στις κορυφές του βουνού στα πρωτοβρόχια. Είδος γκαζόν.

    • -Ίβγι σνόπουρου. Πρασνίσας τα β'νά.
Επίσης:
σνουδιά (η)
  • Η συντροφιά, η παρέα

σνουπαρτά (τα) Βλέπε:
σνουπέρνου Βλέπε:
σόγ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. soy

  • Το σόι

    • -Ε πιρνούσ' τα σόγια ούτι γ' ουμουρφιές,

    • μο πιρνούσ' οι λίρες οι χρυσές!
σοϊλής (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. soylu

  • Αυτός που είναι από εκλεκτή γενιά, από εκλεκτή ράτσα, από ευγενική ράτσα

σόν'

Ετυμολογία: τουρκ. son = τέλος

  • Φτάνει, αρκετά

    • -Σόν' μπε ε θέλου άλλου!

    • -Σόν' τσι καλά! = Οπωσδήποτε

    • -Ναι τσι σόν' να γίν' του θ'κό τ' = οπωσδήποτε (ντε και καλά) να γίνει το δικό του
σόνα ε σ' πέφκ' λόγους
  • Είσαι αναρμόδιος και δεν έχεις σχέση με το θέμα.

σόνια (τα)
  • Τα τελευταία φύλλα του καπνού μετά το κυρίως μάζεμα, στην κορυφή του φυτού

σουβαγκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. sivamak = καλύπτω την επιφάνεια ενός τοίχου με σοβά

  • Αλείφω-επιχρίω τοίχο με ασβεστοκονίαμα

σουβαρμάς (ι)
  • Ποτιστήρι

    • -Ρίξι κουμμάκ' νιρό μι του σουβαρμά στου φυντάν'