Βρέθηκε το λήμμα
σκ'λήκους (ι)
  1. Σκουλήκι

  2. μτφ. για μωρό που κινείται συνέχεια σαν το σκουλήκι

    • -Μπρε του σκ'λήκου, ησυχία εν έχ'!