Βρέθηκε το λήμμα
σιφτές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. sıftah = η πρώτη αγοραπωλησία της ημέρας

  • Αρχή πώλησης και η είσπραξη από αυτή, συνεκδ. η αρχή-αρχίνημα κάθε έργου

    • -Εν έκανι σιφτέ ακόμα σήμιρα