Βρέθηκε το λήμμα
σκατο - σκατου-
  • Ως α' συνθετικό πολλών λέξεων δίνει στο β' συνθετικό την έννοια του βρομερού, αηδιαστικού, ελεεινού

    • -Μακριά γιέ μ' απ' τούτου του σκατόσογου (το σκατοσόι)

    • -Έχου σκατουπαραδιές = αφραγκίες