Βρέθηκε το λήμμα
σιχτιργκίζου

Ετυμολογία: τουρκ. siktürmek = βάζω κάποιον να συνουσιαστεί. Διώχνω με τη βρισιά ‘ asihtir' που είναι πολύ βαρύτερη από αυτή που χρησιμοποιούμε εμείς. Σημαίνει «άι γαμήσου».

  • Διώχνω με άγριο τρόπο

    • -Τουν σιχτίργκσι τσ' ησύχασι!