Βρέθηκε το λήμμα
σκάλιθρου (του)
  1. Μακρύ ξύλο που το χρησιμοποιούσαν κατά το φούρνισμα των ψωμιών

  2. μτφ. ψηλός και αδύνατος άνθρωπος

  3. μτφ. διαπόμπευση ατόμου στη φρ.:

    • -Α σι βγάλου πα στου σκάλιθρου = θα σε εκθέσω