Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: σκατό + τουρκ. para (= το 1/40 του τουρκικού γροσιού)
(στον πληθ) τρομερή έλλειψη χρημάτων, αφραγκίες