Βρέθηκε το λήμμα
σκατουπαραδιές (οι)

Ετυμολογία: σκατό + τουρκ. para (= το 1/40 του τουρκικού γροσιού)

  • (στον πληθ) τρομερή έλλειψη χρημάτων, αφραγκίες