Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. sermaye = το κεφάλαιο
Οι οικονομίες που συγκεντρώνει κάποιος. Η κάλυψη των βασικών αναγκών. Η αρχή για να ξεκινήσεις κάτι