Βρέθηκε το λήμμα
σιρμαγιά (η)

Ετυμολογία: τουρκ. sermaye = το κεφάλαιο

  • Οι οικονομίες που συγκεντρώνει κάποιος. Η κάλυψη των βασικών αναγκών. Η αρχή για να ξεκινήσεις κάτι