Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. sersem = παραζαλισμένος, (μτφ). χαζός
Ανόητος, χαζός, μπουνταλάς