Ετυμολογία: αρχ. σφαγιάζω
shareΤρώγω με βία, γρήγορα
Σφίγγομαι
μτφ. σπεύδω, τρέχω, πετάγομαι
Ετυμολογία: μσν. σφοντύλι
shareΤο σφοντύλι του αδραχτιού δηλ. στρογγυλό ξύλο με τρύπα στη μέση βοηθητικό της περιστροφής του αδραχτιού
Είδος φαγητού (με τηγανιτά κρεμμύδια ή φρέσκα κολοκυθάκια και αυγά ανάμεικτα).
Ξύλινη στρογγυλή σφραγίδα (με εγχάρακτα ιερά σύμβολα) που την αποτύπωναν κατά το πλάσιμο πάνω στα σπιτικά ψωμιά που προορίζονταν για πρόσφορο.
Ετυμολογία: τουρκ. sonu = του τέλους
shareΤελειώνω, επαρκώ