Βρέθηκε το λήμμα
σιτζίμ (του)

Ετυμολογία: κουτσοβλάχ. Sidzime < τουρκ. ρίζα. Λεπτό και γερό σχοινί

  • Χοντρός και καλοστριμμένος σπάγκος

    • - Βρέχ' μι του σιτζίμ! = Βρέχει καρεκλοπόδαρα (βλ. λ. «βρουχή» για τις διαβαθμίσεις έντασης της βροχής)