Βρέθηκε το λήμμα
σιτζιαντές (ι)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Μικρό χαλάκι (το βάζανε ως επίσημη διακόσμηση πάνω στο σαμάρι του αλόγου σε γάμο) ή πάνω από το κρεβάτι

    • -Μ'κι νταβάδις, μ'κι κιντίματα, μ'κι κουρτινάκια, είχι τσ' ένα σιτζιαντέ που τσ' τουν ίφιρι ι Γιουσήφ'ς απ' κ' Μυτιλήν'