Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. siklet = βάρος, πίεση
Στενοχώρια, βαρυθυμία, θλίψη, κυρίως από έρωτα, έξαψη