Βρέθηκε το λήμμα
σικλέκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. siklet = βάρος, πίεση

  • Στενοχώρια, βαρυθυμία, θλίψη, κυρίως από έρωτα, έξαψη

    • -Έχου πουλλά σικλέκια!