Βρέθηκε το λήμμα
σικί-σικί (επίρρ.)

Ετυμολογία: τουρκ. sıkı -sıkı = συχνά-πικνά (siki με τελείες = πέος

  • Γρήγορα-γρήγορα, με βιασύνη