Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. sıkı -sıkı = συχνά-πικνά (siki με τελείες = πέος
Γρήγορα-γρήγορα, με βιασύνη