Βρέθηκε το λήμμα
σιντιρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σιντίρ'»

    • -Τσι κάτσι έφτου πας ένα σιντιρέλ', κάτου απ' κη κάρυα τσι γύριψι ένα πουκήρ νιρό