Είδος θηλιάς με σχοινί που την περνούσαν μέσα σε στηρίγματα του σαμαριού.
Ετυμολογία: τουρκ.
shareΣχοινί μήκους τριών μέτρων περίπου. Διπλώνεται στα δύο και τοποθετείται κάτω από ένα σακί. Μετά οι άκρες του σχοινιού πιάνονται στο καντάρι για να ζυγιστεί το σακί
Είδος αμανέ
Κοφτερό εργαλείο με το οποίο οι πεταλωτές έκοβαν τις οπλές των ζώων πριν το πετάλωμα.
Ετυμολογία: τουρκ. sap
shareΌπως
Το ξύλο της τσάπας (βλ. και λ. «σαπλίκ'»)
Ετυμολογία: τουρκ. saplik
shareΤο ξύλο του κασμά, του φτυαριού κ.τ.λ
μτφ. το ξυλοφόρτωμα
Πηγαίνω βρέφος 40 ημερών στην εκκλησία για ειδική ευλογία
Επί νεκρών (40 ημέρες από την ημερομηνία θανάτου)
Μαδώ τα μαλλιά γυναίκας σε καυγά ή τα δικά μου, από απελπισία. συν. το «μαλλιουγδέρνου»
Με σαράντα βέργες
Ετυμολογία: τουρκ. sarık και ελλ. καισαρίκιον
shareΚάλυμμα του κεφαλιού, σαρίκι
Τα φύλλα του καπνού για να τα στεγνώσουν τα μπουλουνιάζαν (δηλ. τα περνούσαν σε σπάγκο) και μετά έδεναν τις άκρες του σπάγκου στις άκρες ενός μακριού ξύλου
Ετυμολογία: τουρκ. şaşmak = η απορία και η έκπληξη από κάτι που έρχεται ξαφνικά
shareΣαστίζω, ζαλίζομαι, χάνω την ευθυκρισία μου, κοινώς τα χάνω, χαζεύω
Ετυμολογία: τουρκ. şaşmak = η απορία και η έκπληξη από κάτι που έρχεται ξαφνικά
shareΜε την προσοχή μου κάπου αλλού, αφοσιωμένος σε κάτι άλλο, σαστισμένος
Ετυμολογία: τουρκ. saçma = διαχεόμενο
shareΤα χειροποίητα σκάγια που έβαζαν στα φυσίγγια τους οι κυνηγοί.
Κινούμαι χοροπηδώντας (βγάζοντας τα «άντερα» του αναβάτη) δηλ. δεν είμαι ραφάνκου (βλ. λ.) άλογο
Φυτό που έχει ανάπτυξη
Στον πληθ. «τα σέλια» = κατάλοιπα θρεπτικών συστατικών από πλημμύρα ποταμού.