σάμαλι (του)

Ετυμολογία: τουρκ. şamalı

  • Σιροπιαστό γλύκισμα ταψιού

σαμαρέλ' (του)
  • μτφ. είδος κουρέματος (βλ. και λ. «μπόλκα»)

σαμαρουθηλιά (η)
  • Είδος θηλιάς με σχοινί που την περνούσαν μέσα σε στηρίγματα του σαμαριού.

Επίσης:
σαματάς (ι) Βλέπε:
σάματι ή σάματις
  • Μήπως, τάχα.

    • -Σι ξέρου! Σάματι τώρα θα σι μάθου;
σάμκιμ

Ετυμολογία: τουρκ

  • Σάμπως, μήπως, τάχα, δήθεν

    • -Σάμκιμ κάν' του φίλου μ' τσ' απού πίσου μι κουρουιδέβγ
Επίσης:
σαμντάν (του)

Ετυμολογία: τουρκ. şamdan

  • Κηροπήγιο

σαμπάν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Σχοινί μήκους τριών μέτρων περίπου. Διπλώνεται στα δύο και τοποθετείται κάτω από ένα σακί. Μετά οι άκρες του σχοινιού πιάνονται στο καντάρι για να ζυγιστεί το σακί

σαμπαχανιώτκους αμανές (ι)
  • Είδος αμανέ

    • -Ι Κώτσους έπιζι καμιά φουρά τσι κανένα αμανέ σαμπαχανιώτκου
σαμτράτς (του)
  • Κοφτερό εργαλείο με το οποίο οι πεταλωτές έκοβαν τις οπλές των ζώων πριν το πετάλωμα.

σάνκιμ Βλέπε:
σαπ

Ετυμολογία: τουρκ. sap

  1. Όπως

    • -Άιντι, στου καλό Βγατζιλέλ' τσι σαπ τάπαμι
  2. Το ξύλο της τσάπας (βλ. και λ. «σαπλίκ'»)

σάπκας (ι)
  • Παλιό, άχρηστο ξύλο

σαπλαριά (η)
  • Γέρικη προβατίνα

σαπλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. saplik

  1. Το ξύλο του κασμά, του φτυαριού κ.τ.λ

  2. μτφ. το ξυλοφόρτωμα

    • -Σαπλίκ' που χρειάζιτι! = ξύλο που θέλει!
σάρα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. sara

  • Η επιληψία

σαραγκίζου
  1. Πηγαίνω βρέφος 40 ημερών στην εκκλησία για ειδική ευλογία

  2. Επί νεκρών (40 ημέρες από την ημερομηνία θανάτου)

    • -Κάναμι τα σαράντα τ'
σαραμαλλιάζου - σαραμαλλιάζουμι
  • Μαδώ τα μαλλιά γυναίκας σε καυγά ή τα δικά μου, από απελπισία. συν. το «μαλλιουγδέρνου»

    • -Έκλιγι ούλη μέρα, σαραμαλλιάστσι απ' τουν καμό τ'ς!
σαραμουθηλιά Βλέπε:
σαρανταβέργινους (ι)
  • Με σαράντα βέργες

    • -Σαρανταβέργινο κλουβί

    • μου κάναν οι γονείς μου

    • και μέσα με κλειδώσανε

    • να σ'αρνηθώ πουλί μου
σαρδιλόδιχτου (του)
  • Ειδικό δίχτυ για το ψάρεμα της σαρδέλας

σαρίτσ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. sarık και ελλ. καισαρίκιον

  1. Κάλυμμα του κεφαλιού, σαρίκι

  2. Τα φύλλα του καπνού για να τα στεγνώσουν τα μπουλουνιάζαν (δηλ. τα περνούσαν σε σπάγκο) και μετά έδεναν τις άκρες του σπάγκου στις άκρες ενός μακριού ξύλου

σαρπηχτός (ι)
  • Γρήγορος, ευκίνητος

σάρπκα (τα)
  • Ανώμαλα εδάφη

    • -Ντα γυρέβγ'ς μπε συ μέσ' τα σάρπκα;
σασιρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. şaşmak = η απορία και η έκπληξη από κάτι που έρχεται ξαφνικά

  • Σαστίζω, ζαλίζομαι, χάνω την ευθυκρισία μου, κοινώς τα χάνω, χαζεύω

    • -Σασίρκσι = χάζεψε, τα έχασε
σασιρτζμένους (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. şaşmak = η απορία και η έκπληξη από κάτι που έρχεται ξαφνικά

  • Με την προσοχή μου κάπου αλλού, αφοσιωμένος σε κάτι άλλο, σαστισμένος

    • -Ε κατάλαβα τι είπις! Ήμαν σασιρτζμένους
σασλιά (η) Βλέπε:
σασμένου πρόβατου (του)
  • Το πρόβατο που έχει τα κιλά του, που δεν είναι αδύνατο

σαστμάδα (η)

Ετυμολογία: τουρκ. saçmalık = ανοησία

  • Η ταραχή, η αφηρημάδα

σατίρ (του)

Ετυμολογία: τουρκ. satir

  • Μπαλταδάκι κρεοπωλών με το οποίο κόβουν το κρέας

σατσμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. saçma = διαχεόμενο

  • Τα χειροποίητα σκάγια που έβαζαν στα φυσίγγια τους οι κυνηγοί.

σαχίν' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. şahın

  • Είδος γερακιού

σαχλάκσι
  • Έκανε όρεξη για φαγητό, δουλειά κ.τ.λ.

σαχλάρ (του)
  • Είδος κουδουνιού προβάτου με κεφαλόδεσμο

σαχλαρέλ' (του)
  • υποκορ. της λ. «σαχλάρ»

σαχτατζίζου (ρ)
  • Κινούμαι χοροπηδώντας (βγάζοντας τα «άντερα» του αναβάτη) δηλ. δεν είμαι ραφάνκου (βλ. λ.) άλογο

σαψαλίζου

Ετυμολογία: τουρκ.

  • Εργάζομαι με αργό ρυθμό

σβάραχνου (του)

Ετυμολογία: μσν. σπάραγχνο

  • Βράγχιο ψαριού

σβγκάρ (του)
  • Το σφουγγάρι

σβιλτουσύν' (η)
  • Η γρηγοράδα

σβιντόν' (του)
  • Σφεντόνα

σβιντουνώ
  • Εκσφενδονίζω

σβιρνιέμι
  • Φταρνίζομαι

σβουντουνιέμι
  • Πετάγομαι

    • -Σβουντουνιέμι μι του ράβδου στου χέρ'….
σβουντουνώ
  • Πετώ με δύναμη

σβουρίζου
  1. Περιστρέφω

  2. μτφ. δίνω χαστούκι

    • -Ας σβουρίξου μια!
σβω
  • Σβήνω

    • -Ζούβσι κ' φουκιά = σβήσε τη φωτιά
σδιρέτς (του)
  • Το σιδερένιο φτυάρι του φούρνου με το οποίο έβαζαν ή έβγαζαν τα ψωμιά και τα ταψιά από το φούρνο

Επίσης:
σεΐριγι
  • Με λεπτομέρειες, με το νι και με το σίγμα

    • -Τάπι ούλα σεΐριγι
σέλ' (του)
  1. Φυτό που έχει ανάπτυξη

  2. Στον πληθ. «τα σέλια» = κατάλοιπα θρεπτικών συστατικών από πλημμύρα ποταμού.