Βρέθηκε το λήμμα
σιαστίζου

Ετυμολογία: τουρκ. şaştım, αόρ. του şaşmak = εκπλήττομαι, θαυμάζω

  • Τα χάνω, κάνω κάποιον να τα χάσει