Βρέθηκε το λήμμα
σινί (του)

Ετυμολογία: μτγν. σιν-ίον < τουρκ. sini

  • Στρογγυλό χάλκινο ή σιδερένιο αβαθές ταψί, ταβάς

Σχετικές λέξεις
σ'νί (του)