Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. şamata = θόρυβος, φασαρία
Μιλώ, φλυαρώ, θορυβώ