Βρέθηκε το λήμμα
σιαματεύγου

Ετυμολογία: τουρκ. şamata = θόρυβος, φασαρία

  • Μιλώ, φλυαρώ, θορυβώ

    • -Ντα σιαματεύγ'ς τσ' ε μας αφήν'ς να τσ'μηθούμι;