Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. selem = προπληρωμή
Παράσιτος, άνθρωπος που ζει σε βάρος άλλων, τσαμπατζής