Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Δυνατό γάλα, με πλούσια συστατικά, χωρίς να είναι νοθευμένο με νερό (βλ. και «μπόσκου γάλα»)