Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. seyran
Βλέπω, κάνω βόλτα και βλέπω πράγματα χαζεύοντας