Βρέθηκε το λήμμα
σικλιντίζουμι

Ετυμολογία: τουρκ. sikildim, αόρ. του sikilmak = στεναχωριέμαι < siklet = βάρος, καημός, θλίψη, στενοχώρια

  • Στενοχωριέμαι, σεκλεντίζομαι