Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. sikildim, αόρ. του sikilmak = στεναχωριέμαι < siklet = βάρος, καημός, θλίψη, στενοχώρια
Στενοχωριέμαι, σεκλεντίζομαι