Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: μτγν. σιν-ίον < τουρκ. sini
Στρογγυλό χάλκινο ή σιδερένιο αβαθές ταψί, ταβάς