Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. sergi = έκθεση
Μέρος όπου άπλωναν τα κεραμίδια για να στεγνώσουν