Βρέθηκε το λήμμα
σιμπέ

Ετυμολογία: τουρκ. şüphe

  • Υποψία

    • -Έχου σιμπέ πα στου Γιώργ' = Υποψιάζομαι το Γιώργο (π.χ. ότι με έκλεψε)