Βρέθηκε το λήμμα
σασιρντίζου

Ετυμολογία: τουρκ. şaşmak = η απορία και η έκπληξη από κάτι που έρχεται ξαφνικά

  • Σαστίζω, ζαλίζομαι, χάνω την ευθυκρισία μου, κοινώς τα χάνω, χαζεύω

    • -Σασίρκσι = χάζεψε, τα έχασε