Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. şaşmak = η απορία και η έκπληξη από κάτι που έρχεται ξαφνικά
Σαστίζω, ζαλίζομαι, χάνω την ευθυκρισία μου, κοινώς τα χάνω, χαζεύω