Βρέθηκε το λήμμα
σαπλίκ' (του)

Ετυμολογία: τουρκ. saplik

  1. Το ξύλο του κασμά, του φτυαριού κ.τ.λ

  2. μτφ. το ξυλοφόρτωμα

    • -Σαπλίκ' που χρειάζιτι! = ξύλο που θέλει!