Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. satir
Μπαλταδάκι κρεοπωλών με το οποίο κόβουν το κρέας