Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. saçma = διαχεόμενο
Τα χειροποίητα σκάγια που έβαζαν στα φυσίγγια τους οι κυνηγοί.