Βρέθηκε το λήμμα
σατσμάς (ι)

Ετυμολογία: τουρκ. saçma = διαχεόμενο

  • Τα χειροποίητα σκάγια που έβαζαν στα φυσίγγια τους οι κυνηγοί.