Βρέθηκε το λήμμα
σάμκιμ

Ετυμολογία: τουρκ

  • Σάμπως, μήπως, τάχα, δήθεν

    • -Σάμκιμ κάν' του φίλου μ' τσ' απού πίσου μι κουρουιδέβγ
Σχετικές λέξεις
σάνκιμ