Από Ερεσιώτικα σε Νεοελληνικά
Από Νεοελληνικά σε Ερεσιώτικα
Ετυμολογία: τουρκ. sap
Όπως
Το ξύλο της τσάπας (βλ. και λ. «σαπλίκ'»)