Βρέθηκε το λήμμα
σαπ

Ετυμολογία: τουρκ. sap

  1. Όπως

    • -Άιντι, στου καλό Βγατζιλέλ' τσι σαπ τάπαμι
  2. Το ξύλο της τσάπας (βλ. και λ. «σαπλίκ'»)